- ἀποπομπαῖος
- -α,-ον A 2-0-0-0-0=2 Lv 16,8.10carrying away (evil) (of the scapegoat); *Lv 16,8 τῷ ἀποπομπαίῳ to the one who carries away-אזל for MT עזאזל/ל to Azazel, see also Lv 16,10; neol.Cf. HARLÉ 1988, 151-152
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
αποπομπαίος — ἀποπομπαῑος, α, ον (Α) [αποπομπή] 1. ο αποδιοπομπαίος* 2. αυτός που απομακρύνει το κακό 3. σιχαμερός, βδελυρός … Dictionary of Greek
ἀποπομπαίων — ἀποπομπαῖος carrying away evil fem gen pl ἀποπομπαῖος carrying away evil masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπομπαίοις — ἀποπομπαῖος carrying away evil masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπομπαίου — ἀποπομπαῖος carrying away evil masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπομπαίῳ — ἀποπομπαῖος carrying away evil masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αζαζέλ ή Αζαήλ — Βιβλικό πρόσωπο. Προσωποποίηση του πονηρού δαίμονα, που είναι αρχηγός κατά τη δαιμονολογία των Εβραίων, ορισμένης κατηγορίας δαιμόνων και κατοικεί στην έρημο. Κατά την εβραϊκή γιορτή του εξιλασμού προς αυτόν εξαπολυόταν ο αποδιοπομπαίος τράγος. Η … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
ἀποπομπαίωι — ἀποπομπαίῳ , ἀποπομπαῖος carrying away evil masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)